Λαγκάδια

...Σμιλεμένα πέτρα στην πέτρα!

Ψηλά, στις δασωμένες βουνοκορφές της Αρκαδίας, έχτισαν το χωριό τους οι Λαγκαδινοί πρωτομάστορες, ξακουστοί για την τέχνη τους σ’ ολόκληρη την Πελοπόννησο, μα και σε μέρη μακρινά… Τα άξια χέρια τους δούλεψαν με τρυφερότητα και σεβασμό ένα υλικό τόσο σκληρό κι ατίθασο όπως η πέτρα και το μετουσίωσαν σε έμπνευση και δημιουργία διαχρονική. Χωρισμένο στα δυο, στην Πάνω και στην Κάτω Γειτονιά, τούτο το χωριό σε κερδίζει με την πρώτη ματιά και σαν το γνωρίσεις βαθύτερα, γίνεσαι δικός του για πάντα!

Κείμενο – Φωτογραφίες: Ιωάννα Παραβάλου

Στις ελατοσκέπαστες πλαγιές του Μαίναλου που κουβαλούν σοφία και μνήμες είναι σκαρφαλωμένα τα Λαγκάδια, σε υψόμετρο 950 μ. και κλίση εδάφους 70%.  Μονάχα ένας αετός θα διάλεγε τούτο το μέρος για να χτίσει τη φωλιά του! Κι όμως, σ’ αυτή την απότομη πλαγιά σμίλεψαν το χωριό τους οι Λαγκαδινοί πρωτομάστορες, φημισμένοι για την αξιοσύνη τους στην τέχνη της πέτρας. Τίποτε σε τούτο τον τόπο δεν μοιάζει να καταστρέφει την αρμονία της φύσης που είναι παντού κυρίαρχη. Η ανθρώπινη παρέμβαση «επισφραγίζει» και «επικροτεί» όσα η φύση δημιούργησε στο πέρασμα του χρόνου. Πετρόχτιστα σπίτια και αρχοντικά, βρύσες σε κάθε γειτονιά, σχολειά κι εκκλησιές, όλα δουλεμένα με πέτρα, ξύλο και πολύ μεράκι. Γι’ αυτό και ποτέ δεν «ενέδωσαν» στο επίμονο φλερτάρισμα του χρόνου, μα στέκουν εκεί, αρυτίδιαστα, μάχημα, γεμάτα ζωή!

Ένα βλέμμα πιο πάνω, οι περήφανες βουνοκορφές «πιάνουν κουβέντα» με τον ουρανό και δείχνουν να μη σκιάζονται για τους κεραυνούς και τις αστραπές, όταν έχει τις… μαύρες του. Σ’ αναγκάζουν, όμως, να κοιτάζεις πάντα ψηλά και συνάμα να παραμένεις ταπεινός.

Εκεί που τελειώνει το χωριό, στην Κάτω Γειτονιά, μέσα στο βαθύ φαράγγι, κυλάει τα κρυστάλλινα νερά του το Λαγκαδινό ποτάμι ή Τουθόα, που βιάζεται να σμίξει με το μεγάλο ποταμό της περιοχής, τον Λάδωνα, για να συνεχίσουν δεμένοι για πάντα το μακρύ ταξίδι τους ως τη θάλασσα…

Το πρώτο μας ραντεβού…

Πρωτογνωριστήκαμε πριν από αρκετά χρόνια… Ένα χωριό με καλούσε να ανακαλύψω τις άγνωστες ομορφιές του και να γράψω γι’ αυτό. Το ένιωσα τιμή και ευθύνη μαζί. Μελετούσα μέρες την ιστορία του, προσπαθώντας ν’ αγγίξω απαλά την ψυχή του, να πάρω μια γεύση από έναν τόπο που τον ήξερα μόνο περνώντας βιαστικά, όταν έκανα τη διαδρομή Βυτίνα – Ολυμπία. Η αλήθεια είναι ότι πάντα «φλέρταρε» με τη ματιά μου αυτό το πετρόχτιστο χωριό με την απότομη κλίση, που χωριζόταν στα δυο από το δρόμο, στην Πάνω και στην Κάτω Γειτονιά. Σταματούσα για ένα καφεδάκι, που συνοδευόταν απαραίτητα από θεσπέσιο μπακλαβά ή γαλακτομπούρεκο και έλεγα πως το επόμενο ταξίδι μου θα ήταν σ’ αυτό το χωριό. Όμως, πάντα κάτι άλλαζε τα σχέδιά μου. Έτσι, ένα πρωινό βρέθηκα, επιτέλους, εκεί, όχι για να το προσπεράσω, μα για να γνωρίσω τους ανθρώπους του, να βγω σεργιάνι στα ανηφορικά καλντερίμια του. Με δυο λόγια, να μπω για τα καλά στην ψυχή του… Κι όσο πιο βαθιά έμπαινα, τόσο πιο πολύ το ερωτευόμουν…

Ξαναγυρνώ, λοιπόν, σε τούτο το χωριό που το νιώθω πια δικό μου, τόπο μου, αναζητώντας καινούργιες εμπειρίες, νέους δεσμούς ψυχής. Φαίνεται, κάποιοι «έρωτες» στη ζωή κρατούν για πάντα, ίσως γιατί μένουν ανεκπλήρωτοι, ίσως γιατί βαθιά μέσα μας πιστεύουμε πως είχαμε κι άλλα να μάθουμε. Ή, πως δεν τα δώσαμε όλα…

Στα καλντερίμια του χθες…

Η ιστορία αυτού του τόπου είναι γραμμένη σε κάθε πετρόχτιστο σπίτι ή αρχοντικό, σε κάθε πλακόστρωτο καλντερίμι, σε κάθε πέτρινη πηγή με κρυστάλλινο νερό, σε κάθε επιβλητική εκκλησιά ή μοναχικό ξωκλήσι.

Εδώ, όμως, ήρθαμε για να ανακαλύψουμε την ψυχή αυτού του τόπου κι αυτή δεν είναι άλλη από τους ανθρώπους του. Μέσα από τη δική τους ματιά, τα δικά τους βιώματα, ξεδιπλώνεται η ιστορία του χθες και του σήμερα του χωριού των φημισμένων μαστόρων της πέτρας. Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή…

Η κτίση των Λαγκαδίων πιθανολογείται μεταξύ του 13ου και 16ου αι. και κατά μία εκδοχή, οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού ήταν οι μάστορες που έχτισαν το Κάστρο της Άκοβας, στα χρόνια της Φραγκοκρατίας. Για πρώτη φορά το όνομα «Λαγκάδια» αναφέρεται το 1693 σε σημείωση του Κώδικα της Μονής Αιμυαλών.

Σε αυτή την απότομη πλαγιά ρίζωσαν και έγιναν ξακουστοί οι Λαγκαδινοί ως πρωτομάστορες της πέτρας, αλλά και του πνεύματος. Έχτισαν, λοιπόν, με τέχνη περισσή το χωριό τους, σφραγίζοντας το έργο τους με τη δύναμη της ψυχής τους. Ύστερα, ταξίδεψαν σ’ όλη την Πελοπόννησο, αλλά και πιο μακριά, χτίζοντας αρχοντικά, πύργους, εκκλησιές, μοναστήρια, γεφύρια… χωριά ολόκληρα στην Αρκαδία και στη Μάνη, που παραμένουν ως τις μέρες μας αναλλοίωτα από το χρόνο και προκαλούν το θαυμασμό μας.

Τα Λαγκάδια κατά το 19ο και τις αρχές του 20ού αι. βρίσκονταν σε μεγάλη ακμή. Ήταν δεύτερα σε πληθυσμό στην Αρκαδία, μετά την Τρίπολη. Είχαν εμπορική και οικονομική άνθηση, αλλά και πνευματική άνοδο. Τα παλαιά λαγκαδινά σπίτια με την παραδοσιακή αρχιτεκτονική, δείγματα της ευημερίας εκείνης της εποχής, αντιστέκονται στη φθορά του χρόνου και μας εντυπωσιάζουν με την επιβλητική τους παρουσία. Πάνω από τα υπέρθυρά τους διακρίνει κανείς χαραγμένο το χρόνο κατασκευής τους.

Πατρίδα ένδοξων ανδρών…

Τούτο το περήφανο χωριό υπήρξε πατρίδα ηρώων και πρωτεργατών του ΄21 κι ένα από τα σημαντικότερα κέντρα προεπαναστατικών ενεργειών του Μοριά.

Η ιστορία του τόπου αυτού είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την οικογένεια των Δεληγιανναίων, μία από τις πιο πλούσιες και πιο ισχυρές οικογένειες επί Τουρκοκρατίας, που πρωτοστάτησε στον αγώνα για τη λευτεριά. Από αυτήν προέρχονται πολλοί αξιόλογοι άνδρες, όπως ο Κανέλλος Δεληγιάννης, αργότερα πρόεδρος της Βουλής. Μετά την απελευθέρωση, από αυτήν την  οικογένεια προέρχονταν δύο πρωθυπουργοί: ο Θεόδωρος Π. Δεληγιάννης, που δολοφονήθηκε έξω από τη Βουλή, το 1905, και ο υπηρεσιακός πρωθυπουργός Νικόλαος Π. Δεληγιάννης, που διενήργησε τις βουλευτικές εκλογές του 1895. Πρωτεργάτες του Αγώνα ήταν και ο Ιωάννης Θεοφιλόπουλος,  Καραβογιάννης ή Τσακαλογιάννης, ο Θανάσης Κίντζιος, ο Παπασταθούλης και πολλοί άλλοι. Στην πλατεία των Ηρώων η Στήλη των Πεσόντων θυμίζει στις επόμενες γενιές τους αγώνες των Λαγκαδινών.

Μετά την απελευθέρωση, τα Λαγκάδια έγιναν η πολυπληθέστερη κωμόπολη της επαρχίας Γορτυνίας και ευτύχησαν να γίνουν κέντρο εμπορικής και πνευματικής δραστηριότητας. Εδώ λειτουργούσε αλληλοδιδακτικό και ελληνικό σχολείο.

Ο τόπος φημιζόταν και για τα εξαιρετικά υφαντά του. Στον αργαλειό από ξύλο πλάτανου ύφαιναν οι Λαγκαδινές την τέχνη και το συναίσθημά τους, τη χαρά του γυρισμού, μα και το δάκρυ του αποχωρισμού, μιας και οι άντρες τους έλειπαν για μήνες περιοδεύοντας σ’ όλη την Ελλάδα και ακόμη πιο μακριά…
Η απασχόληση με τη γεωργία και την κτηνοτροφία ήταν επίσης σημαντικές για τα Λαγκάδια, κυρίως μέχρι τα μέσα του αιώνα μας. Όμως, δεν κατάφεραν να αποτρέψουν το κύμα της εσωτερικής μετανάστευσης. Στις αρχές  του αιώνα το χωριό αριθμούσε γύρω στους 6.800 κατοίκους. Σήμερα, δεν έχουν μείνει παραπάνω από 1.000. Βέβαια, τα Λαγκάδια όλα αυτά τα χρόνια προσπαθούν να διαφυλάξουν την πολιτιστική τους κληρονομιά και ταυτότητα και να αναπτύξουν τον τουρισμό τους, πάντα με σεβασμό στην παράδοση του τόπου. Και τα καταφέρνουν μια χαρά!

Ο λόγος στον πρωτομάστορα…

Είχα την τύχη να γνωρίσω από κοντά και να μιλήσω με έναν παλιό πρωτομάστορα που μου εκμυστηρεύτηκε πολλά από τα μυστικά της τέχνης των Λαγκαδινών στην κατασκευή των πέτρινων δημιουργημάτων τους…

«Στην πλειοψηφία τους οι κάτοικοι των Λαγκαδίων ασχολούνταν ήδη από τις αρχές του 18ου αι. με  το χτίσιμο των πέτρινων δημιουργημάτων κι έγιναν ξακουστοί πρώτα στην Πελοπόννησο κι ύστερα σ’ όλη την Ελλάδα, αλλά και τα Βαλκάνια. Ταξίδευαν οργανωμένοι σε μπουλούκια (ομάδες) και έλειπαν από τα σπίτια τους από την άνοιξη (κοντά στο Πάσχα) ως το φθινόπωρο.

Την επιλογή των ατόμων που θα συμμετείχαν έκανε ο πρωτομάστορας

ή μπουλουκτζής. Μιλούσαν δική τους γλώσσα, συνθηματική, για να μην τους καταλαβαίνουν οι πελάτες, όταν έκλειναν κάποια συμφωνία και έπρεπε να συνεννοηθούν μεταξύ τους, τα κρεκόνικα, κρεκονίστικα ή μπολιάρικα.

Σε κάθε μπουλούκι υπήρχαν οι μάστορες που δούλευαν ανά ζεύγη -ο ένας στην πρόσοψη κι ο άλλος στο εσωτερικό. Χρειάζονταν κι ένας-δυο “λιθαράδες” για να βγάζουν την πέτρα από το χώμα, γιατί έπρεπε να βγει από τα “σπλάχνα” της γης, για να μπορεί να δουλευτεί σωστά. Οι “πελεκάνοι”, πάλι, ήταν άλλη μια ειδικότητα. Ήταν οι τεχνίτες που πελεκούσαν την πέτρα, της έδιναν το σχήμα που ήθελαν, ώστε να είναι έτοιμη για χτίσιμο. Ήταν απαραίτητα, επίσης, έξι με οκτώ μαστορόπουλα και δέκα ζώα για τη μεταφορά των εργαλείων.

 

Τα υλικά που χρησιμοποιούσαν για το δέσιμο ανάμεσα σε δύο πέτρες, ώστε να αντέχουν στο χρόνο, ήταν διαφορετικά από αυτά που χρησιμοποιούνται σήμερα. Έφτιαχναν ένα μείγμα από ζεσταμένο θειάφι και κρόκο αυγού, για να ενώσουν γερά τις πέτρες μεταξύ τους και να αντέχουν. Μόλις στέγνωνε, δεν ξεκολλούσαν με τίποτα. Για να γίνουν στέρεα τα δύσκολα μέρη του σπιτιού, όπως οι θόλοι ή τα σημεία που έσκαβαν στο υπόγειο και το ισόγειο του σπιτιού που ακουμπούσε στο βουνό, ανακάτευαν κοκκινόχωμα και ασβέστη».

Τι είδους άνθρωπος ήταν, όμως, αυτός ο πρωτομάστορας;

«Θα λέγαμε ότι ήταν χαρισματικό άτομο, ιδιαίτερα ευφυές, με μεγάλη εμπειρία, αλλά και φαντασία, και ταλέντο. Στη γλώσσα των χτιστάδων της πέτρας λεγόταν και “μάνα”, γιατί φρόντιζε με στοργή και αγωνία για όλους και για όλα. Προτού δημιουργηθεί ένα οικοδόμημα (αρχοντικό, εκκλησία, γεφύρι…) έπαιρνε μορφή, πρώτα απ’ όλα, στο μυαλό και τη δημιουργική φαντασία του πρωτομάστορα. Όταν είχε καταλήξει τι ήθελε να κάνει, μπορούσε εύκολα να κατευθύνει τους μαστόρους στην κατασκευή του. Η πολύχρονη εμπειρία του και τα μυστικά της τέχνης του περνούσαν από αυτόν στους μαθητευόμενους κι έτσι η γνώση μεταλαμπαδευόταν από γενιά σε γενιά, προχωρώντας ένα βήμα μπροστά κάθε φορά».

Ποια είναι, τελικά, η μαγεία αυτής της τέχνης;

«Όταν δουλεύεις με την πέτρα, την ερωτεύεσαι. Γι’ αυτό και δημιουργείς. Τη χαρά της δημιουργίας δεν την αλλάζεις με τίποτα».

Με την υπογραφή της τέχνης τους…

Σε κάθε γωνιά, σε κάθε ανηφορικό καλντερίμι, σε κάθε ανήλιαγο στενό ανακαλύπτεις χαρακτηριστικά δείγματα της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής και της αξιοσύνης των Λαγκαδινών μαστόρων. Πολλά από τα παλιά αρχοντόσπιτα αναπαλαιώνονται με σεβασμό στην παράδοση του τόπου. Άλλα πάλι περιμένουν υπομονετικά τη σειρά τους, αφημένα στο χάδι του δυνατού Βοριά, που κόβει βόλτες στα δρομάκια το χειμώνα. Μα την άνοιξη, η φύση στολίζει με τρυφερότητα κάθε χαραγματιά με πολύχρωμα αγριολούλουδα, χαρίζοντας πνοή ζωής στις πέτρες και τα χαλάσματα, απομεινάρια μιας ζωής με βαθιές λαβωματιές…

Από την είσοδο κιόλας παίρνεις την πρώτη γεύση με το Ναό των Ταξιαρχών (1808), με το πελεκητό καμπαναριό δύο επιπέδων, ενώ δίπλα του υψώνεται το πέτρινο Ρολόι, κτίσμα του 1910. Στο υπέρθυρο της νότιας εισόδου του ναού αυτού διακρίνεται μαρμάρινη παράσταση του Εσταυρωμένου, γεγονός πρωτοφανές για ορθόδοξη εκκλησία. Ο Ναός Ταξιαρχών και ο Ναός του Τιμίου Προδρόμου, στην Πάνω Γειτονιά, δίπλα στο σπίτι της ένδοξης οικογένειας των Δεληγιανναίων, χτίστηκαν μέσα σε 40 ημέρες. Σε εξαιρετικό σημείο είναι χτισμένη η εκκλησία της Παναγίας του Γούναρη (1862). Από την αυλή της η θέα προς την Ηλεία και το Ιόνιο, όταν ο καιρός είναι καλός, είναι φανταστική!

Από τα πιο επιβλητικά οικοδομήματα είναι, ασφαλώς, το κτίριο του Γυμνασίου (1868) που δεν λειτουργεί πια. Το Δημοτικό σχολείο βρίσκεται στην Κάτω Γειτονιά.

Στην κεντρική πλατεία του…

Εδώ χτυπάει η «καρδιά» του χωριού, με τις ταβέρνες, τα καφενεία και τα μαγαζιά με τα παραδοσιακά προϊόντα του τόπου (χειροποίητα ζυμαρικά, τραχανά, αρωματικά βότανα, καρύδια, μέλι κ.λπ.). Για τη διαμονή μας υπάρχουν ξενοδοχειακές μονάδες υψηλού επιπέδου, όπως το «Maniatis Hotels & Resort» με τρία ξενοδοχεία («Κεντρικόν», «Lagadia Resort» και «4 Seasons»), καθώς και ο παραδοσιακός ξενώνας «Αγνάντιο» .

Το πρωί θα ξεκινήσουμε για μια βόλτα στην Κάτω και στην Πάνω Γειτονιά των Λαγκαδίων ως την Παναγιά του Γούναρη. Μπορούμε όμως να κατηφορίσουμε ως το Λαγκαδινό ποτάμι ή Τουθόα, στη θέση Φούσκαρη. Ύστερα, έχουμε δύο επιλογές: Αν κινηθούμε ευθεία στον κεντρικό δρόμο, θα φθάσουμε ως την Ολυμπία ή θα στρίψουμε για Τρόπαια και συνεχίζοντας από εκεί θα ανακαλύψουμε τη φανταστική Τεχνητή Λίμνη του Λάδωνα, που στα νερά της καθρεφτίζονται οι γύρω βουνοκορφές. Καθώς απλώνεται γαλήνια στα πόδια μας, απογειώνει το νου και την ψυχή με την απρόσμενη ομορφιά της. Στο βάθος, ο ουρανός,  στολισμένος με σμιλεμένα σύννεφα, μας υπόσχεται όραμα, ελπίδα, ανατροπές…

Αν αγαπάμε την πεζοπορία στη φύση, από το Βαλτεσινίκο ως τα Λαγκάδια υπάρχει μια φανταστική πεζοπορική διαδρομή (5 ωρών περίπου και μήκους 13,9 χλμ.), που θα μας ενθουσιάσει. Είναι μία από τις 8 διαδρομές του Mainalon Trail που ενώνουν τα χωριά της Γορτυνίας μέσα από σηματοδοτημένα μονοπάτια. Το Μονοπάτι του Μαινάλου, μήκους 75 χλμ., περνά μέσα από τα χωριά Στεμνίτσα, Δημητσάνα, Ζιγοβίστι, Ελάτη, Βυτίνα, Νυμφασία, Μαγούλιανα, Βαλτεσινίκο και Λαγκάδια (http://menalontrail.eu). Αξίζει να το ζήσουμε!

Με αφετηρία τα Λαγκάδια μπορούμε ακόμη, κινούμενοι με το αυτοκίνητο, να γνωρίσουμε τα υπόλοιπα χωριά της Ορεινής Αρκαδίας (τη Βυτίνα, τη Στεμνίτσα, τη Δημητσάνα, την Καρύταινα και τη Ζάτουνα).

Επιστροφή στα Λαγκάδια κι αρχίζει να βραδιάζει… Στον αέρα μυρωδιές από τα αναμμένα τζάκια, αλλά και από φρεσκομαγειρεμένο φαγητό και ψητά μας σπάνε τη μύτη. Καιρός για ξεκούραση και καλό παραδοσιακό φαγητό, όπως το κατσικάκι λαδορίγανη, αυγά με παστό, κόκορα κοκκινιστό με χυλοπίτες, χοιρινό ρολό στο φούρνο, τραχανόσουπα (στο εστιατόριο του «Μανιάτη») ή τηγανόψωμο, χοιρινό με σέλινο, βραστό (γίδα βραστή), αρνάκι στο φούρνο και μοσχαράκι κοκκινιστό με μακαρόνια (στον «Αρτοζήνο»).

Θα συνεχίσουμε με λαχταριστούς λουκουμάδες με μέλι στο κουκλίστικο «Άρωμα Καφέ» στον κεντρικό δρόμο. Κι όταν η νύχτα πέσει για τα καλά, δεν θα πάμε από νωρίς για ύπνο… Το καφέ του Τάκη στην πλατεία («In Café»), αλλάζει «πρόσωπο» και μεταμορφώνεται σε καλόγουστο μπαράκι με ενδιαφέρουσα μουσική, φουντωμένο τζάκι και μεγάλη ποικιλία ποτών, που θα απολαύσουμε μαζί με την παρέα μας…

Αξίζει να δείτε:

  • Το Λαγκαδινό ποτάμι ή Τουθόα με τα πέτρινα γεφύρια του στην τοποθεσία Φούσκαρη.
  • Τα χωριά Μαγούλιανα και Βαλτεσινίκο.
  • Τη Βυτίνα, τη Δημητσάνα, τη Στεμνίτσα και την Καρύταινα.
  • Τη φανταστική διαδρομή μέσα στα έλατα από Ελάτη – Λιμποβίσι – Στεμνίτσα.
  • Τα χωριά Λευκοχώρι, Σταυροδρόμι, Καλλιάνι, Τρόπαια και Βυζίκι.
  • Τη φανταστική Τεχνητή Λίμνη του Λάδωνα.
  • Τον Υδροηλεκτρικό Σταθμό του Λάδωνα.
  • Την Ολυμπία.
  • Τις Πηγές του Λούσιου.

Πώς θα πάτε:

  • Οδικώς από Αθήνα κατευθύνεστε προς Κόρινθο κι από εκεί για Τρίπολη. Μετά τη Σήραγγα του Αρτεμισίου, στρίβετε δεξιά για Λεβίδι – Βυτίνα – Λαγκάδια.
  • Με λεωφορεία του ΚΤΕΛ. Κάθε μέρα απευθείας ανταπόκριση. Διαφορετικά μέσω Τρίπολης αλλαγή λεωφορείου. (ΚΤΕΛ Αρκαδίας, τηλ.: 210-5132834, Κηφισού 40).

Πού θα μείνετε:

* Σε ένα από τα 3 εξαιρετικά ξενοδοχεία του Maniatis Hotels & Resorts

(«Κεντρικόν», «Lagadia Resort» και «4 Seasons»): στον κεντρικό δρόμο, με καλαίσθητα δωμάτια και παροχές υψηλών προδιαγραφών, σε προσιτές τιμές. Τηλ.: 27950-43221, 43540, http://maniatis-hotels.gr

* Στο «Agnantio Studios & Suites», τηλ.: 27950-43671, www.agnantiostudios.gr

Πού θα φάτε:
  • Στον «Μανιάτη», για κατσικάκι λαδορίγανη με πατάτες φούρνου, γουρουνόπουλο ψητό με πουρέ, χοιρινό ρολό στο φούρνο, σούπα τραχανά, κόκορα κοκκινιστό με χοντρά μακαρόνια, πεντανόστιμα σπιτικά μαγειρευτά και γιαούρτι με γλυκό του κουταλιού.

  • Στον «Αρτοζήνο», για τηγανόψωμο, χοιρινό με σέλινο, βραστό (γίδα βραστή), φασολάδα, παστό χοιρινό, μοσχαράκι κοκκινιστό μακαρονάδα, συκωτάκια λαδορίγανη, αρνάκι στο φούρνο, αγριογούρουνο στιφάδο, ψητά στα κάρβουνα και πολλά άλλα…
  • Στο «Τσιαχτάϊ», για παϊδάκια γάλακτος, ψαρονέφρι γεμιστό, μπιφτέκι γεμιστό, φιλέτο κοτόπουλο στη σχάρα και καλά μαγειρευτά.

 

Για γλυκό – καφέ – ποτό:

  • Στο «In Café», στην πλατεία, για περιποιημένο καφέ στη χόβολη ή οποιοδήποτε καφέ της αρεσκείας σας, ζεστή σοκολάτα, τσάι σε μεγάλη ποικιλία, ρακόμελο με αρωματικά βότανα του Μαίναλου, σουφλέ σοκολάτα και γλυκά ταψιού. Το βράδυ για ποτάκι και ψαγμένη μουσική…

  • Στο «Άρωμα Καφέ», για καφεδάκι, λουκουμάδες με μέλι και σοκολατόπιτα με παγωτό.
  • Στον «Γιώργο», για καφεδάκι, μπακλαβά και γαλακτομπούρεκο.

Τι θα αγοράσετε:

  • Από το Κατάστημα Τροφίμων «Γεύσεις Κανέλλας» (στον κεντρικό δρόμο, στην πλατεία) θα αγοράσετε χειροποίητα ζυμαρικά και γλυκά κουταλιού φτιαγμένα από την Κανέλλα Μουρούτσου, εξαιρετικό μέλι σε μεγάλη ποικιλία, τσάι του βουνού, ρίγανη, καρύδια και αμύγδαλα, όσπρια, τυροκομικά, γλυκά, αλλά και ωραίες πήλινες γάστρες.
  • «Διά χειρός… κοσμήματα» και καλόγουστα διακοσμητικά αντικείμενα, στην πλατεία.
  • Γκλίτσες, γάστρες πήλινες, παραδοσιακά γλυκά, ξυλόγλυπτα αντικείμενα οικιακής χρήσης, μπακιρένια μπρίκια για καφέ στη χόβολη από το μαγαζί πριν την πλατεία.
  • Χειροποίητα υφαντά και κεντήματα, δημιουργίες της κυρίας Σοφίας.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *