Στεμνίτσα

....μια «αρχόντισσα» στο Μαίναλο

Στις ελατοσκέπαστες βουνοκορφές της Ορεινής Αρκαδίας, ένα σκαλοπάτι  πριν από τον ουρανό, ένα πετρόχτιστο χωριό με ιστορία αιώνων και παράδοση στην αργυροχρυσοχοϊα διεκδικεί, επάξια, μια θέση στην καρδιά μας. Στα πλακόστρωτα καλντερίμια του με τα πετρόχτιστα αρχοντικά περπατούν χέρι-χέρι το  τιμημένο χθες με το ανανεωμένο σήμερα. Κι αυτό το σμίξιμο φαίνεται πως θα κρατήσει χρόνια…

Κείμενο – Φωτογραφίες: Ιωάννα Παραβάλου

Έκλεισα μαζί της ραντεβού ένα χειμωνιάτικο πρωινό. Δυνατό κρύο, δεν λέω, μα κι ένας ήλιος λαμπερός που ζέσταινε την ψυχή και σου έφτιαχνε τη διάθεση. Είχαμε «ξανασυναντηθεί» πριν από μερικά χρόνια σ’ ένα οδοιπορικό στην Ορεινή Αρκαδία και με είχε εντυπωσιάσει με την αυθεντική ομορφιά της. Αυτή τη φορά, όμως, είχα την τύχη να με ξεναγήσει ο φίλος μου ο Ντίνος, ένας από τους ανθρώπους που γνωρίζουν καλά και αγαπούν βαθιά τον τόπο τους. Μέσα από τα δικά του μάτια, μέσα από τις δικές του θύμησες αυτό το ταξίδι έμελλε να γίνει δυο φορές αλήθεια, δυο φορές ομορφιά! Ας πάρουμε, λοιπόν, τα πράγματα από την αρχή…

Στην καρδιά της Αρκαδίας, στις ελατοσκέπαστες βουνοκορφές του Μαίναλου και πιο συγκεκριμένα στους πρόποδες της Κλινίτσας, σε υψόμετρο 1.100 μ. είναι χτισμένη η Στεμνίτσα. Τα σπίτια, τα αρχοντικά, οι εκκλησιές, τα καλντερίμια, μα και οι βρύσες της με τα κρυστάλλινα νερά σμιλεύτηκαν πέτρα στην πέτρα από τα άξια χέρια των Λαγκαδινών μαστόρων και άντεξαν στο επίμονο «φλερτάρισμα» του χρόνου και του δυνατού βοριά. Στην αρχοντική ομορφιά και την περηφάνια της «υποκλίνεται» ο μεγάλος πρωταγωνιστής της περιοχής, ο ποταμός Λούσιος, που κυλάει τα πλούσια, ατίθασα νερά του, ανάμεσα στο κατάφυτο, επιβλητικό φαράγγι του, αιώνες τώρα, από τότε που οι Νύμφες έλουσαν τον μικρό Δία στα καθάρια νερά του, όπως μας σιγομουρμουρίζει ο μύθος…

Σεργιάνι στα μονοπάτια του χθες…

Η Στεμνίτσα ανήκει σήμερα στο Δήμο Γορτυνίας και σε κερδίζει με την αυθεντική ομορφιά της, την ιδιαίτερη φυσιογνωμία της και τους ζεστούς, φιλόξενους ανθρώπους της, που σε κάνουν να νιώθεις φίλος απ’ τα παλιά…

Στη θέση που είναι χτισμένη, κατά την αρχαιότητα, εικάζεται ότι βρισκόταν η αρχαία πόλη Υψούς, η οποία είχε χτιστεί από τον Υψούντα, έναν από τους 50 γιους του βασιλιά της Αρκαδίας Λυκάονα. Γύρω στο 2ο αιώνα, ο Παυσανίας περιγράφει την περιοχή σαν έναν τόπο με επιβλητικά βουνά, δάση και άγρια θηρία. Η μετονομασία της σε Στεμνίτσα έγινε το 746 μ.Χ. και σημαίνει «τόπος δασώδης και σκιερός». Έχει σλαβική προέλευση. Στα χρόνια της Φραγκοκρατίας (1204-1430) η περιοχή ανήκε σε ένα από τα 22 φέουδα της Νότιας Γορτυνίας, τα οποία παραχωρήθηκαν στον Γάλλο ευγενή Ούγκο ντε Μπρυγέρ. Η μεγάλη άνθηση της Στεμνίτσας έρχεται κατά το 18ο και 19ο αι., κυρίως χάρη στην ανάπτυξη της τέχνης της επεξεργασίας των μετάλλων και ιδιαίτερα της κατασκευής καμπάνων. Φτωχές οι δυνατότητες της γεωργίας αλλά και της κτηνοτροφίας. Έτσι, οι κάτοικοι του χωριού αναγκάστηκαν να στραφούν σε άλλα επαγγέλματα για να επιβιώσουν. Έγιναν, λοιπόν, χαλκωματάδες, καλαντζήδες (τεχνίτες του χαλκού), μπρουντζάδες (οι οποίοι διακρίνονταν, ανάλογα με το είδος και τις κατασκευές που έκαναν, σε καμπανάδες, κανταρτζήδες και κουδουνάδες). Έγιναν, βέβαια, και φημισμένοι χρυσικοί (εκείνοι που δούλευαν με ασήμι και χρυσό). Υπήρχαν και παραδοσιακοί τεχνίτες που έφτιαχναν εξαρτήματα ρούχων (τερζήδες που έραβαν και κεντούσαν φορεσιές, ρασάδες, τσαρουχάδες κ.ά.).

Δούλευαν με τέχνη και μεράκι στα εργαστήριά τους και μόλις ετοίμαζαν το εμπόρευμά τους, περιόδευαν σε άλλα μέρη για να το πουλήσουν. Ταξίδευαν συνήθως σε μπουλούκια (ή κουμπανίες) από λίγες μέρες ως πολλούς μήνες (από το τέλος Οκτώβρη ως τον Απρίλη) και πήγαιναν στην Πελοπόννησο, στα νησιά του Ιονίου, την Αίγυπτο, την Κωνσταντινούπολη, τη Ρωσία, την Κύπρο μέχρι και τον Δούναβη.

Μιλούσαν δική τους γλώσσα, που στηριζόταν στον αναγραμματισμό των λέξεων, για να προστατεύονται τα μυστικά της τέχνης και να συνεννοούνται μεταξύ τους όταν έκαναν συμφωνίες με πελάτη, τα «μεστιτσιώτικα». Κάθε ειδικότητα προστατευόταν από τη συντεχνία, που αργότερα ονομάστηκε σινάφια. Πάντα, όμως, γύριζαν πίσω στη γενέτειρά  τους, εκεί που τους πρόσμενε μια μάνα, μια γυναίκα, μια αγαπημένη… Ο τόπος γέμιζε με πλούτη, αλλά και καινούργιες, πρωτοπόρες ιδέες, που προσπαθούσαν να εφαρμόσουν και στη δική τους κοινωνία. Έτσι, η Στεμνίτσα προόδευε και εκσυγχρονιζόταν με πιο γρήγορους ρυθμούς.

Στην περίοδο της ακμής της, το 19ο αι., η Στεμνίτσα είχε 3.000 κατοίκους. Από τις αρχές μέχρι τα μέσα του 20ού αι. έχουμε μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα και ο τόπος μένει με 400 περίπου κατοίκους. Αρκετά χρόνια τώρα, πνοή αισιοδοξίας έχει δώσει η Σχολή Αργυροχρυσοχοϊας με μαθητές από όλη την Ελλάδα, που μαθαίνουν την παραδοσιακή τέχνη του τόπου και ανοίγουν τα δικά τους φτερά με τις προσωπικές δημιουργίες τους. Πίσω από κάθε πάγκο καλού εργαστηρίου αργυροχρυσοχοϊας λένε πως κρύβεται κι ένας Στεμνιτσιώτης.

Σε χρόνια τιμημένα…

 

Πατρίδα ένδοξων οπλαρχηγών και αγωνιστών του ’21, αλλά και αγαπημένο καταφύγιο του Θοδωρή Κολοκοτρώνη και του Ιωάννη Κολοκοτρώνη στις δύσκολες στιγμές, η Στεμνίτσα υπέγραψε με το αίμα των παιδιών της το τίμημα της λευτεριάς. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η συμβολή της στον Επανάσταση του 1821. Στην «απόρθητη χωροπούλα», όπως την έλεγαν, συγκάλεσε ο Γέρος του Μοριά το πρώτο πολεμικό συμβούλιο για την πολιορκία της Τρίπολης. Ο τόπος έγινε κέντρο ανεφοδιασμού τροφίμων και πολεμοφοδίων. Οι γυναίκες ζύμωναν και έψηναν ψωμί για το στρατό και οι τεχνίτες επιδιόρθωναν τα κανόνια, αφού ήξεραν καλά την τέχνη. Στο Μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής, σε ένα από τα κελιά της, συνεδρίασε το Μάιο του 1821 η Πρώτη Πελοποννησιακή Γερουσία, ενώ το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου η Στεμνίτσα έγινε η πρώτη πρωτεύουσα της επαναστατημένης Ελλάδας για ένα μήνα.

Το υψηλό οικονομικό, κοινωνικό και πολιτιστικό επίπεδο της προεπαναστατικής Στεμνίτσας μαρτυρά και η ίδρυση της Ελληνικής Σχολής το 1690, που είχε τεθεί υπό την προστασία του Πατριαρχείου. Δυστυχώς, δεν σώθηκε τίποτα από την πλούσια βιβλιοθήκη της. Μετά την αποτυχημένη επανάσταση των Ορλώφ, το 1770, στην οποία έλαβε μέρος και η Στεμνίτσα, η Πελοπόννησος υπέφερε από τις καταστροφές των Τουρκαλβανών. Η μόνη παρηγοριά και καταφύγιο των κατοίκων της ήταν οι μονές στο Φαράγγι του Λούσιου, που πάντα στάθηκαν οι «Φύλακες Άγγελοί» τους.

Στην ιστορική Μονή Αγίου Ιωάννου Προδρόμου

 

Στο Φαράγγι του Λούσιου η Φύση συνορεύει με τον Θεό. Στις κατάφυτες πλαγιές του φαραγγιού με τα κάθετα, βαθυκόκκινα, σαν αίμα, βράχια, ασκηταριά και ιστορικά μοναστήρια είναι σκαρφαλωμένα σαν αετοφωλιές, που αγγίζουν, θαρρείς, τα σμιλεμένα σύννεφα και πιάνουν κουβέντα με τον ουρανό… Μονή Αγίου Ιωάννου Προδρόμου (1167 μ.Χ.), Παλαιά και Νέα Μονή Φιλοσόφου, Μονή Αιμυαλών (αρχές 17ου αι.) και τόσα άλλα… κράτησαν και κρατούν άσβεστη, χρόνια τώρα, την ελπίδα, την αγάπη, την πίστη και την αισιοδοξία πως μπορούμε να γίνουμε καλύτεροι… αρκεί να το παλέψουμε.

Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας σ’ αυτά τα μοναστήρια έβρισκαν καταφύγιο οι κάτοικοι των γύρω χωριών και τα περισσότερα από αυτά λειτουργούσαν ως Κρυφά Σχολειά. Και σήμερα, όμως, βοηθούν, με όποιο τρόπο μπορούν φτωχά παιδιά που σπουδάζουν, ανθρώπους που έχουν ανάγκη από στήριξη, υλική και ηθική. Το 1779, με τις επιδρομές των Τουρκαλβανών, οι Στεμνιτσιώτες κατέφυγαν στη Μονή Αγίου Ιωάννου Προδρόμου για να σωθούν. Το μοναστήρι ήταν γεμάτο γυναικόπαιδα και λίγους πολεμιστές. Τρεις μέρες πολιορκούσαν το μοναστήρι που αντιστεκόταν. Τα σημάδια από τα βόλια πάνω στη σιδερένια πόρτα της μονής παραμένουν αδιάψευστοι μάρτυρες εκείνου του γεγονότος. Κάποια στιγμή, τα πολεμοφόδια σώθηκαν και οι Τουρκαλβανοί ήταν έτοιμοι να μπουν μέσα. Τότε, κάποιος βγήκε από το πίσω μέρος, έβαλε ένα μεταλλικό νόμισμα στο όπλο και σημάδεψε τον αρχηγό τους. Το νόμισμα τον βρήκε στην καρδιά και τον σκότωσε. Τότε, το απόσπασμα υποχώρησε, αφήνοντας μάλιστα πίσω και τον αρχηγό τους, που τον έθαψαν, τελικά, οι μοναχοί. Με τη δύναμη του Θεού σώθηκαν τόσες αθώες ψυχές…

Τα τελευταία χρόνια, πολλοί διακεκριμένοι επιστήμονες, πολιτικοί, άνθρωποι του πνεύματος, αλλά και απλοί άνθρωποι έρχονται συχνά εδώ για να συζητήσουν, να προσευχηθούν και να νιώσουν καλύτερα…

Όλη η γοητεία της… σε μια βόλτα

Το άλλο πρωί ξύπνησα νωρίς, βιαζόμουν να βγω βόλτα στα καλντερίμια του χωριού, να φωτογραφίσω κάθε γωνιά του. Ο καιρός ήταν με το μέρος μου, δεν έχω παράπονο. Όσο για τους κατοίκους της, όλοι τους ζεστοί και φιλικοί. Με έκαναν να νιώσω σαν να ήμουν από τούτο τον τόπο.

Καθώς περπατάω στα λιθόστρωτα καλντερίμια της, η Στεμνίτσα με εντυπωσιάζει με τη μεγαλόπρεπη και λιτή αρχιτεκτονική της. Ο οικισμός της, καλά σήμερα διατηρημένος και οργανωμένος σύμφωνα με τα πρότυπα των ορεινών οικισμών της Αρκαδίας, είναι χτισμένος στη μεσημβρινή πλευρά της πλαγιάς για καλύτερες κλιματολογικές συνθήκες και ανάμεσα σε τέσσερις ρεματιές για να έχει νερό. Είχε καθαρά αμυντικό χαρακτήρα, που υπαγορευόταν από το φόβο των τουρκικών επιδρομών. Στον κεντρικό δρόμο βρίσκονται όλα τα μαγαζιά, ενώ στην πλατεία δεσπόζει ο Ναός του Αγίου Γεωργίου, ο μητροπολιτικός ναός του χωριού, που χτίστηκε το 1810, μέσα σε 75 ημέρες και έχει τοιχογραφίες του Φ. Κόντογλου. Αντίκρυ του ορθώνεται το μεγαλόπρεπο καμπαναριό του, όλο από λευκή πελεκητή πέτρα, που σχεδίασε και έφτιαξε ο Τήνιος Θεοτίκος, το 1877. Στην πλατεία βρίσκονται τα καφενεία και οι ταβέρνες με πεντανόστιμες παραδοσιακές γεύσεις.

Σεργιάνι, λοιπόν, στα πλακόστρωτα καλντερίμια της με τα πετρόχτιστα διώροφα, τριώροφα και τετραώροφα αρχοντικά, που ξεκινούν από την κεντρική πλατεία και ανηφορίζουν προς τις γειτονιές της ή σε οδηγούν ψηλά στο Ηρώο, στη συνοικία του Κάστρου, για να απολαύσουμε τη συγκλονιστική θέα προς το Φαράγγι του Λούσιου και προς το χωριό.  Ανάμεσά τους ανακαλύπτουμε και σπίτια οπλαρχηγών του 1821 που σε ταξιδεύουν, μοιραία, σ’ άλλες εποχές, ένδοξες, τιμημένες… Πετρόχτιστες και οι βρύσες με τα κρυστάλλινα νερά που συναντάμε στο δρόμο μας. Το πιο παλιό σπίτι στο χωριό είναι το διώροφο του Μπουρνάζου (18ος αι.).

Πολλές βυζαντινές και μεταβυζαντινές εκκλησιές ανακαλύπτουμε στα στενά δρομάκια της. Ξεχωρίζουν η Ζωοδόχος Πηγή ή Χρυσοπηγή (15ος αι.), οι Τρεις Ιεράρχες (17ος αι.), ο Άγιος Νικόλαος (14ος αι.) και η Παναγία η Μπαφέρω (12ος αι.) στη συνοικία του Κάστρου.

Σε ένα πέτρινο πυργόσπιτο του 18ου αι., πρώην οικία Χατζή, στεγάζεται το Λαογραφικό Μουσείο Στεμνίτσας, που ιδρύθηκε από το ζεύγος Γιάννη και Ειρήνη Σαββοπούλου το 1985 και θεωρείται από τα καλύτερα της χώρας μας. Εδώ βρίσκεται καλά φυλαγμένη η ιστορία του τόπου. Αναπαραστάσεις εργαστηρίων παραδοσιακών επαγγελμάτων (του χρυσικού, του κηροπλάστη, του καμπανά, του γανωτή, του μπαλωματή…), παραδοσιακό εσωτερικό σπιτιού, τοπικές ενδυμασίες, βυζαντινές εικόνες, έργα μεταλλοτεχνίας και κεραμικής. Πανέμορφες είναι και οι παραδοσιακές φορεσιές από όλη την Ελλάδα, αλλά και τα χειροποίητα κεντήματα φτιαγμένα με ιδιαίτερη φροντίδα από τις γυναίκες της Στεμνίτσας. Απέναντι από το Λαογραφικό Μουσείο λειτουργεί η Τεχνική Σχολή Αργυροχρυσοχοϊας. Εδώ κοντά βρίσκεται και ο εντυπωσιακός ναός της Αγίας Παρασκευής.

Ώρα για δράση και εξερευνήσεις

 Αν αγαπάμε την πεζοπορία στη φύση, από τη Στεμνίτσα ως τη Δημητσάνα υπάρχει μια φανταστική πεζοπορική διαδρομή μέτριας δυσκολίας (διάρκειας 5 ωρών και μήκους 12,5 χλμ.), που θα μας ενθουσιάσει. Θα χαρούμε τη μαγευτική φύση στο Φαράγγι του Λούσιου και θα περάσουμε από τη Μονή Αγίου Ιωάννου Προδρόμου, την Παλαιά Μονή Φιλοσόφου, τη Νέα Μονή Φιλοσόφου, το Γεφύρι της Μονόπορης, το Παλιοχώρι και το Μουσείο Υδροκίνησης, για να καταλήξουμε στη Δημητσάνα. Είναι μία από τις 8 διαδρομές του Mainalon Trail που ενώνουν τα χωριά της Γορτυνίας μέσα από σηματοδοτημένα μονοπάτια. Το Μονοπάτι του Μαινάλου, μήκους 75 χλμ., περνά μέσα από τα χωριά Στεμνίτσα, Δημητσάνα, Ζιγοβίστι, Ελάτη, Βυτίνα, Νυμφασία, Μαγούλιανα, Βαλτεσινίκο και Λαγκάδια. Αξίζει να ζήσουμε αυτή την εμπειρία! (Περισσότερες πληροφορίες: http://menalontrail.eu).

Για τους λάτρεις του ράφτινγκ και του καγιάκ, τα νερά του Λούσιου προσφέρονται για extreme εμπειρίες. Αν πάλι το σκι είναι το καλύτερό μας αυτή την εποχή, το Χιονοδρομικό Κέντρο Μαινάλου μας περιμένει για να γλιστρήσουμε με τα σκι μας στις κατάλευκες πλαγιές του.

Πολύ ενδιαφέρουσες είναι και οι εξορμήσεις με αυτοκίνητο στα άλλα παραδοσιακά χωριά της Γορτυνίας, όπως η Δημητσάνα, η Ζάτουνα, η Καρύταινα, η Βυτίνα, τα Λαγκάδια, τα Μαγούλιανα, το Βαλτεσινίκο και πολλά άλλα….

Γεύση και απόλαυση!

Μετά από τόσες δραστηριότητες και εξορμήσεις μάς άνοιξε η όρεξη! Στον αέρα οι μυρωδιές από φρεσκομαγειρεμένο φαγητό μάς σπάνε τη μύτη. Στις ταβέρνες της πλατείας θα απολαύσουμε κοτόπουλο στα κάρβουνα, αρνάκι λεμονάτο, γίδα βραστή, κόκορα κοκκινιστό με χυλοπίτες, κατσικάκι λαδορίγανη, μπριζόλα κρασάτη, χωριάτικο λουκάνικο στα κάρβουνα, χοιρινό λαγωτό με καρυδάτη σκορδαλιά, αρνάκι με σέλινο ή, ακόμα καλύτερα, με μυρώνια (αρωματικά χόρτα), σούπα τραχανά, φασολάδα και διάφορες πίτες (χορτόπιτα, τυρόπιτα, σπανακόπιτα). Τα ποτήρια θα τσουγκρίσουν με καλό κρασί της Μαντινείας ή ντόπιο τσίπουρο.

Η επόμενη στάση μας θα είναι πολύ γλυκιά, αφού θα επισκεφθούμε το ζαχαροπλαστείο «Αρκαδικόν» με ολόφρεσκα γλυκά, φτιαγμένα με μεράκι. Εδώ θα δοκιμάσουμε και θα αγοράσουμε καρυδοκουραμπιέδες, αμυγδαλωτά, δίπλες, μελομακάρονα, καρυδόπιτα, γαλακτομπούρεκο, ραβανί, αλλά και μαρμελάδες με ιδιαίτερες γεύσεις, γλυκά του κουταλιού σε μεγάλη ποικιλία, χειροποίητα ζυμαρικά (τραχανάς, χυλοπίτες, λαζάνια, κριθαράκι), μέλι, αρωματικά βότανα και πολλές άλλες γλυκές νοστιμιές…

 

Τα βράδια στη Στεμνίτσα περνούν ήσυχα, με ποτό στα καλόγουστα καφέ-μπαρ της πλατείας, με κουβεντούλα και επιτραπέζια παιχνίδια δίπλα στο αναμμένο τζάκι. Η καλή παρέα είναι αυτό που μετράει πιο πολύ…

Φεύγοντας, θα αγοράσουμε καρβέλια ψημένα στον παραδοσιακό φούρνο του χωριού, αρωματικά βότανα, σπιτικά ζυμαρικά, παραδοσιακά γλυκά και εξαιρετικά κοσμήματα από τα εργαστήρια με ανάλογα είδη στον κεντρικό δρόμο, φτιαγμένα με μεράκι και τέχνη περισσή από τα άξια χέρια των ανθρώπων που συνεχίζουν την παράδοση του τόπου, βάζοντας το δικό τους λιθαράκι δημιουργίας.

Το αυτοκίνητο κινείται προς την έξοδο του χωριού… Αποχαιρετώ τη Στεμνίτσα  με το βλέμμα και την ψυχή μου γεμάτη από όμορφες εικόνες και αξέχαστες εμπειρίες κοντά στη φύση. Στο νου μου έρχονται τα λόγια του Ντίνου, που βγήκαν αυθόρμητα μέσα από την καρδιά του, καθώς κοιτούσαμε από ψηλά το χωριό του… «Κοίτα την… Δεν είναι αρχόντισσα η Στεμνίτσα;». Έχεις απόλυτο δίκιο, φίλε μου. Σ’ ευχαριστώ που με βοήθησες να το νιώσω κι εγώ.

Αξίζει να δείτε:

  • Το πολύ ενδιαφέρον Λαογραφικό Μουσείο Στεμνίτσας.
  • Τις εκκλησίες της Ζωοδόχου Πηγής ή Χρυσοπηγής (15ος αι.), των Τριών Ιεραρχών (17ος αι.), του Αγίου Νικόλαου (14ος αι.) και της Παναγίας της Μπαφέρω (12ος αι.) στο Κάστρο.
  • Τη Μονή Αγίου Ιωάννου Προδρόμου.
  • Την Αρχαία Γόρτυνα, μία από τις σημαντικότερες αρχαίες αρκαδικές πόλεις, ερείπια της οποίας σώζονται κοντά στις όχθες του Λούσιου. Το ρωμαϊκό ωδείο, τα ερείπια του ναού του Απόλλωνα (7ος αι. π.Χ.) και της Ακρόπολης (10ος-6ος αι. π.Χ. ) και η τρίκλιτη βασιλική του Αγίου Τίτου (7ος αι. μ.Χ.) θεωρούνται από τα σημαντικότερα μνημεία.
  • Το Γεφύρι του Κόκορη στο Λούσιο ποταμό.
  • Τη Μονή Αιμυαλών.
  • Τη Νέα Μονή Φιλοσόφου με το αυτοκίνητο και από εκεί ως την Παλαιά Μονή Φιλοσόφου με τα πόδια.
  • Τη Δημητσάνα και τη Ζάτουνα.
  • Το Βαλτεσινίκο, χωριό της Ορεινής Αρκαδίας με το μεγαλύτερο υψόμετρο.
  • Τα χωριά Ελληνικό και Χρυσοβίτσι.
  • Την πετρόχτιστη Καρύταινα και το Κάστρο της.
  • Τα Λαγκάδια και τη Βυτίνα.
  • Την Κάψια, για να δείτε το επισκέψιμο οινοποιείο με εργαστήρι ξυλογλυπτικής και ένα από τα σημαντικότερα σπήλαια της Πελοποννήσου, με σταλακτίτες και σταλαγμίτες.

Πληροφορίες για τις δραστηριότητες:

 Trekking Hellas Αρκαδίας: 27910-25978, 6974 459753 (Τρύφωνας Κολίντζας), www.trekking.gr

Mainalon Trail: http://menalontrail.eu

Χιονοδρομικό Κέντρο Μαινάλου: τηλ.: 6985 063909, www.mainaloski.gr

 Πώς θα πάτε:

Οδικώς από Αθήνα προς Κόρινθο κι από εκεί για Τρίπολη. Μετά τη Σήραγγα του Αρτεμισίου, στρίβετε δεξιά προς Λεβίδι – Βυτίνα – Λαγκάδια. Με λεωφορεία του ΚΤΕΛ κάθε μέρα απευθείας ανταπόκριση. Διαφορετικά, μέσω Τρίπολης αλλαγή λεωφορείου. (ΚΤΕΛ Αρκαδίας, τηλ.: 210-5132834, Κηφισού 100, www.ktelarkadias.gr). Αθήνα – Στεμνίτσα: 195 χλμ. (2 ώρες & 40’ περίπου).

Πού θα μείνετε:

 «Αρχοντικό Κολοκοτρώνη»: τηλ.: 6934 802229, 6976 098850, www.kolokotronihotel.gr

«Country Club Τρικολώνιον»: τηλ.: 27950-29500-1, 210-6889249, www.countryclub.gr

«Το Μπελλαίικο»: τηλ.: 27950-81286, 6976 607967, www.mpelleiko.gr

«Ξενώνας Στεμνίτσα»: τηλ.: 27950-81349, 6976 098850, www.xenonas-stemnitsa.gr

«Το Αρχοντικό της Ζωής»: τηλ.: 6977 029314, www.arhontiko-zois.gr

Πού θα φάτε:

Στη Στεμνίτσα, θα απολαύσετε παραδοσιακές γεύσεις στην ταβέρνα του «Σαρακινιώτη» («Στεμνίτσα»), στο «1821» (στου «Ροϊλού»), στο «Συμπόσιο» και στο «Κάστρο». Στο χωριό Ελληνικό στην ταβέρνα «Του Ταλούμη». Στο χωριό Ψάρι Γορτυνίας, στο εστιατόριο «Αρκαδιανή» και στις «Νοστιμιές των Γιαγιάδων». Για πολύ καλές τοπικές γεύσεις, περάστε από τη Ζάτουνα (το χωριό της εξορίας του Μίκη Θεοδωράκη) και συνεχίστε προς το χωριό Παναγιά, στην ονομαστή ταβέρνα «Ζέρζοβα».

Για καφέ – ποτό – γλυκό:

«Σιμό και σιμό», «Bar Art Ιστορία», «Μικρό Καφέ», «Καταφύγιο», «Καθολικό», «Γερουσία».

Για γλυκά: Στο «Αρκαδικόν» για εξαιρετικά παραδοσιακά αμυγδαλωτά, καρυδοκουραμπιέδες, δίπλες και καρυδόπιτα. Στα «Γλυκά Στεμνίτσας» για σπιτικές μαρμελάδες, αμυγδαλωτά και γλυκά του κουταλιού.

 

Παραδοσιακή συνταγή Στεμνίτσας

Καρυδοκουραμπιέδες

 Υλικά (για 20 κομμάτια περίπου)

800 γρ. καρύδια

4 αυγά

200 γρ. ζάχαρη άχνη για το μείγμα + 200 γρ. ζάχαρη άχνη για το πασπάλισμα

100 γρ. σιμιγδάλι

1 φλιτζάνι σιρόπι με κανέλα

1/2 φλιτζάνι ανθόνερο

1 σοκολάτα κουβερτούρα

 

Εκτέλεση

  • Ψιλοκόβουμε τα καρύδια με ένα κοφτερό μαχαίρι (ή στο Multi).
  • Ξεχωρίζουμε τους κρόκους από τα ασπράδια.
  • Χτυπάμε τη ζάχαρη με τους κρόκους στο μίξερ και αδειάζουμε το μείγμα σε μεγάλο γυάλινο μπολ.
  • Πλένουμε καλά το μίξερ και χτυπάμε τα ασπράδια σε σφιχτή μαρέγκα.
  • Στη συνέχεια, ρίχνουμε σιγά – σιγά τη μαρέγκα στους κρόκους, ανακατεύοντας απαλά.
  • Προσθέτουμε το ανθόνερο, το σιμιγδάλι και ανακατεύουμε.
  • Στο τέλος, ρίχνουμε το ψιλοκομμένο καρύδι και ανακατεύουμε με ένα κουτάλι να ενωθούν τα υλικά.
  • Αφήνουμε το μείγμα να ξεκουραστεί για λίγο, ώσπου να πήξει και να πλάθεται στο χέρι. Αν δεν μας έπηξε καλά, προσθέτουμε λίγο ακόμη καρύδι τριμμένο.
  • Στη συνέχεια, πλάθουμε κουραμπιέδες σε μικρά μπαλάκια ή μακρόστενα σχήματα και τους βάζουμε σε καλά λαδωμένο ταψί.
  • Τους ψήνουμε σε προθερμασμένο φούρνο (με αέρα) στους 180ο C για ένα τέταρτο (ή μέχρι να ροδίσουν) και τους βγάζουμε από το φούρνο.
  • Λιώνουμε τη σοκολάτα μέσα στον καυτό ζωμό κανέλας (ξύλο κανέλας σε νερό βραστό) και προσθέτουμε λίγο ανθόνερο.
  • Αφού κρυώσουν, βουτάμε στα γρήγορα ή καταβρέχουμε τους καρυδοκουραμπιέδες, τους στεγνώνουμε λίγο με χαρτί κουζίνας και τους περνάμε από τη ζάχαρη άχνη.
  • Τους τοποθετούμε σε μια όμορφη πιατέλα ή μπολ, πασπαλίζουμε με ζάχαρη άχνη και σερβίρουμε.

(Μια παραδοσιακή συνταγή του ζαχαροπλαστείου «Αρκαδικόν», στη Στεμνίτσα).

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *